οἰκοδεσπότης

οἰκοδεσπότης
οἰκοδεσπότης, ου, ὁ (οἶκος, δεσπότης; later word [Lob., Phryn. p. 373]; Alexis Com. [IV B.C.] 225; Plut., Mor. 271e; SIG 888, 57f; New Docs 2, 58 no. 18,12 [75/76 A.D.]; Isaurian ins in PASA III p. 150 υἱοὺς τοὺς οἰκοδεσπότας; PLond I, 98 recto, 60 p. 130 [I/II A.D.]; PSI 158, 80 (for astrol. pap [incl. PParis 19, 42; 75, 10f; PLond I, 110, 41 p. 132 [138 A.D.]] s. Neugebauer-Hoesen index); TestJob 39:2; Philo; Jos., C. Ap. 2, 128) master of the house, householder Mt 24:43; Mk 14:14; Lk 12:39. Pleonast. οἰκ. τῆς οἰκίας Lk 22:11 (cp. SIG 985, 52 [II/I B.C.]; s. B-D-F §484). Used w. ἄνθρωπος in a figure Mt 13:52; 20:1; 21:33. In parables and figures, of God (cp. Epict. 3, 22, 4; Philo, Somn. 1, 149) 13:27 (interpreted as the Human One in vs. 37); 20:1, 11; 21:33; Lk 14:21; Hs 5, 2, 9; cp. IEph 6:1. Christ of himself Mt 10:25; Lk 13:25 (δεσπότης P75).—DELG s.v. δεσπότη. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οἰκοδεσπότης — master masc nom sg οἰκοδεσποτέω to be master of a house imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικοδεσπότης — ο (Α οἰκοδεσπότης) ο αρχηγός τής οικογένειας, ο κύριος τού σπιτιού, ο νοικοκύρης αρχ. 1. ντόπιος κυβερνήτης 2. ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσπότης] …   Dictionary of Greek

  • οικοδεσπότης — ο θηλ. οικοδέσποινα 1. ο αρχηγός της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού. 2. ιδιοκτήτης του σπιτιού, σπιτονοικοκύρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκοδεσπόται — οἰκοδεσπότης master masc nom/voc pl οἰκοδεσπότᾱͅ , οἰκοδεσπότης master masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδεσποτῶν — οἰκοδεσπότης master masc gen pl οἰκοδεσποτέω to be master of a house pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδεσπόταις — οἰκοδεσπότης master masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδεσπότην — οἰκοδεσπότης master masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδεσπότου — οἰκοδεσπότης master masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδεσπότῃ — οἰκοδεσπότης master masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… …   Dictionary of Greek

  • οἰκοδεσπότα — οἰκοδεσπότᾱ , οἰκοδεσπότης master masc nom/voc/acc dual οἰκοδεσπότης master masc voc sg οἰκοδεσπότᾱ , οἰκοδεσπότης master masc gen sg (doric aeolic) οἰκοδεσπότης master masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”